- ιθυφάνεια
- ἰθυφάνεια, ἡ (Α) [ιθυφανής]η κατευθείαν λάμψη τού ηλίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰθυφάνειαν — ἰθυφάνεια direct incidence of light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] … Dictionary of Greek